χαράτσι

χαράτσι
το дань, подать; поборы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χαράτσι" в других словарях:

  • χαράτσι — το (λ. τουρκ. από την αραβ.) 1. κεφαλικός φόρος στην περίοδο της τουρκοκρατίας: Για την απαλλαγή από τη στρατιωτική τους υπηρεσία οι Έλληνες πλήρωναν στους Τούρκους χαράτσι. 2. αναγκαστική εισφορά, πρόστιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαράτσι — το / χαράτσιον, ΝΜ, και χαράτζι Ν (κατά την τουρκοκρατία) κεφαλικός φόρος υποχρεωτικός για τους Ορθοδόξους νεοελλ. μτφ. 1. πρόστιμο 2. (κατ επέκτ.) κάθε βαριά φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harac] …   Dictionary of Greek

  • χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Nikos Papazoglou — (griechisch Νίκος Παπάζογλου, * 20. März 1948 in Thessaloniki; † 17. April 2011 [1] ebenda) war ein griechischer Sänger und …   Deutsch Wikipedia

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Datos generales Nacimiento 20 de Marzo, 1948 Origen …   Wikipedia Español

  • Nikos Papazoglou — Νίκος Παπάζογλου Background information Born 20 March 1948(1948 03 20) Origin …   Wikipedia

  • Níkos Papázoglou — Naissance 20 mars 1948 …   Wikipédia en Français

  • Папазоглу, Никос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Папазоглу. Никос Папазоглу …   Википедия

  • ακρόστιχον — Φορολογία των Βυζαντινών, που επιβαλλόταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Οι φορολογούμενοι καταγράφονταν στο λεγόμενο υπομνηστικόν κατάστιχον, που κρατούσε ο γενικός λογοθέτης. Ήταν τακτική εισφορά και εκείνος που δεν «εισεκόμιζε» το ποσό που του… …   Dictionary of Greek

  • αχαράτσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν πληρώνει ή δεν πλήρωσε χαράτσι, αφορολόγητος 2. όποιος δεν υποβλήθηκε σε δαπάνη παρά τη θέλησή του …   Dictionary of Greek

  • γυφτοχαρατζής — ο (επί τουρκοκρατίας) ακόλουθος τών έφιππων φορολόγων (σπαχήδων), οι οποίοι γύριζαν τις επαρχίες για την είσπραξη τού κεφαλικού φόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + χαρατζής «αυτός που εισέπραττε το χαράτσι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»